H αγωνιστική περίοδος 1959-60 ήταν η 14η στην ιστορία του NBA. Στο πρωτάθλημα έλαβαν μέρος 8 ομάδες και έδωσαν 75 παιχνίδια η κάθε μία στα πλαίσια της κανονικής περιόδου. Ακολούθησαν τα πλέι-οφ, όπου οι Μπόστον Σέλτικς κέρδισαν τους Σαιντ Λούις Χοκς με 4-3 νίκες στους τελικούς και κατέκτησαν τον τίτλο.
Αυτός ήταν ο δεύτερος από τους οκτώ συνεχόμενους και ο τρίτος συνολικά τίτλος στην ιστορία των Σέλτικς, οι οποίοι πήραν ρεβάνς από τους Χοκς για το χαμένο πρωτάθλημα του 1958. Οι Σέλτικς και οι Χοκς συναντήθηκαν σε τέσσερις από τους πέντε τελικούς το διάστημα 1957-1961, με τους Σέλτικς να κερδίζουν τους τρεις (1957, 1960, 1961) και τους Χοκς τον ένα (1958).
Στις 7 Νοεμβρίου 1959, στον αγώνα ανάμεσα στους Μπόστον Σέλτικς και τους Φιλαδέλφεια Ουόριορς, οι Μπιλ Ράσελ και Ουίλτ Τσάμπερλεϊν τέθηκαν αντιμέτωποι για πρώτη φορά στην καριέρα τους. Η αντιπαλότητά τους θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον για την επόμενη δεκαετία.
Σε μία ενδιαφέρουσα σύμπτωση στο πρόγραμμα των αγώνων, οι Φιλαδέλφεια Ουόριορς και Μινεάπολις Λέικερς έπαιξαν μια σειρά δύο παιχνιδιών στην Καλιφόρνια το διήμερο 31 Ιανουαρίου - 1 Φεβρουαρίου 1960, με το πρώτο παιχνίδι να παίζεται στο Σαν Φρανσίσκο (μελλοντική έδρα των Ουόριορς) και το δεύτερο στο Λος Άντζελες (μελλοντική έδρα των Λέικερς).
Ο Ουίλτ Τσάμπερλεϊν έγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του NBA που κατέκτησε την ίδια σεζόν τα βραβεία του πολυτιμότερου παίκτη (MVP) και του ρούκι της χρονιάς. Αυτό συνέβη ξανά τη σεζόν 1968-69 με τον Ουές Άνσελντ. Όμως, ο Τσάμπερλεϊν είναι ο μόνος που την ίδια σεζόν αναδείχθηκε επίσης πρώτος σκόρερ, πρώτος ριμπάουντερ και πολυτιμότερος παίκτης στο All-Star Game.
Κατά τη διάρκεια της σεζόν, ο Τσάμπερλεϊν πέτυχε και κάποια ακατάρριπτα ρεκόρ έως σήμερα που αφορούν επιδόσεις σε rookie χρονιές. Κατέχει τον υψηλότερο μέσο όρο πόντων με 37,6 ανά αγώνα, καθώς και τον υψηλότερο μέσο όρο στα ριμπάουντ με 26,96 ανά παιχνίδι.